- μοχθηροῦ
- μοχθηρόομαιto bepres imperat mp 2nd sgμοχθηρόομαιto beimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)μοχθηρόςsuffering hardshipmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… … Dictionary of Greek
σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… … Dictionary of Greek
συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ … Dictionary of Greek
υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» … Dictionary of Greek
Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek